συγκορυβαντιώ

συγκορυβαντιώ
-άω, Α
μετέχω μαζί με άλλους στις οργιαστικές διασκεδάσεις τών Κορυβάντων, μαίνομαι και εγώ μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κορυβαντιῶ «γίνομαι έξαλλος από ενθουσιασμό σαν τους Κορύβαντες» (< Κορύβας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”